- εύδροσος
- ος , ον уст. свежий, прохладный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εύδροσος — η, ο (ΑΜ εὔδροσος, ον) γεμάτος δροσιά ή δροσερό νερό («εὔδροσοι παγαί, τόποι, νασμοί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δρόσος] … Dictionary of Greek
εὔδροσον — εὔδροσος with plenteous dew masc/fem acc sg εὔδροσος with plenteous dew neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδρόσοις — εὔδροσος with plenteous dew masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδρόσοισι — εὔδροσος with plenteous dew masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδρόσους — εὔδροσος with plenteous dew masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔδροσοι — εὔδροσος with plenteous dew masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)